decimal

Προφορά της λέξης:  US [ˈdesɪm(ə)l] UK ['desɪm(ə)l]
  • adj.Δεκαδικό? δεκαδική
  • n.Δεκαδική
  • WebΔεκαδικό? δεκαδικό? δεκαδική
adj.
1.
σχετικά με ένα σύστημα μετρήματος που έχει τον αριθμό δέκα ως η βασική μονάδα
n.
1.
ένας αριθμός σε ένα σύστημα μετρήματος με βάση τον αριθμό δέκα που αποτελείται από αριθμούς εκατέρωθεν του υποδιαστολή. 0,5, 25.75 και 873.4 είναι όλα τα δεκαδικά ψηφία.
adj.
n.
1.
a number in a counting system based on the number ten that consists of numbers on either side of a decimal point. 05, 2575, and 8734 are all decimals.