debtors

Προφορά της λέξης:  US [ˈdetər] UK [ˈdetə(r)]
  • n.Οφειλέτη χρέωσης· ευεργέτης
  • WebΟφειλέτες? χρέος? AR
n.
1.
πρόσωπο, οργανισμός ή χώρα που οφείλει χρήματα