darter

Προφορά της λέξης:  UK ['dɑːtə]
  • n."Ψάρι" χελιδονόψαρα? Ακόντιο παύλα άνθρωπος? "πουλί" TI SI τάξη
  • WebThrower? Ακοντιστής, μαύρη οχιά SI TI
n.
1.
μια έντονα χρώματα-γρήγορα κινείται ψαριών του γλυκού νερού της οικογένειας πέρκα.
2.
ένα ψάρι-τρώει καταδύσεις πουλί με μακρύ λαιμό και αιχμηρό ράμφος.
3.
κάποιος ή κάτι που κινείται ξαφνικά και γρήγορα
n.
1.
a brightly- coloured fast- moving freshwater fish of the perch family. 
2.
a fish- eating diving bird with a long neck and sharp beak.