daemon

Προφορά της λέξης:  US [ˈdimən] UK [ˈdiːmən]
  • n.(Αρχαία Ελλάδα-μυθολογία) μισό Θεός μισός άνθρωπος, Elf
  • WebΔαίμονα και δαίμονας ουσιαστικός CD οδηγώ
n.
1.
ένα πνεύμα στην αρχαία ελληνική ιστορίες που είναι λιγότερο σημαντική από ένα Θεό ή που προστατεύει ένα συγκεκριμένο άτομο ή τον τόπο