customization

Προφορά της λέξης:  US [ˈkʌstəməzeɪʃən] UK ['kʌstəmaɪzeɪʃən]
  • n.Προσαρμοσμένη
  • WebΠροσαρμοστεί? Προσαρμοστεί? Προσαρμογή
n.
1.
αλλάξετε τον τρόπο κάτι φαίνεται ή να λειτουργεί έτσι ώστε να είναι ακριβώς αυτό που θέλετε ή χρειάζεστε