cravat

Προφορά της λέξης:  US [krəˈvæt] UK [krə'væt]
  • n.(M) Ascot
  • WebΚασκόλ και γραβάτα κασκόλ
n.
1.
ένα μεγάλο κομμάτι ύφασμα που φοράει ένας άντρας γύρω από το λαιμό στο εσωτερικό γιακά του πουκαμίσου του