- n.Διαβρωτικά
- adj.Διαβρωτικό
- WebΔιαβρωτικές ουσίες- Διαβρωτικές ουσίες- Διαβρωτικά
adj. | 1. μια διαβρωτική ουσία περιέχει χημικές ουσίες που μπορούν να προκαλέσουν βλάβη2. προκαλούν βαθμιαία βλάβες σε κάτι όπως μια κοινωνία, ένας θεσμός ή μια σχέση |
-
Αναδιάταξη αγγλική λέξη: corrosives
- Προσθέτοντας ένα γράμμα δεν αποτελεί νέο αγγλικές λέξεις.
- Αγγλικές λέξεις που περιέχουν το corrosives, με περισσότερα από επτά γράμματα : Κανένα αποτέλεσμα
- Λίστα όλων των αγγλικών λέξεων Αγγλικές λέξεις που αρχίζουν με corrosives, Αγγλικές λέξεις που περιέχουν corrosives ή Αγγλικές λέξεις που τελειώνουν με corrosives
- Με την ίδια σειρά, Αγγλικές λέξεις που σχηματίζονται από οποιοδήποτε μέρος του : cor or r r ros os s si v ve e es s
- Βασίζεται σε corrosives, όλες τις αγγλικές λέξεις σχηματίζονται αλλάζοντας ένα γράμμα
- Δημιουργήσετε νέα αγγλικές λέξεις με την ίδια ζεύγη γραμμάτων: co or rr ro os si iv ve es
- Βρείτε Ελληνικά λέξεις που αρχίζουν με corrosives από το επόμενο γράμμα
-
Αγγλικές λέξεις που αρχίζουν με corrosives :
corrosives -
Αγγλικές λέξεις που περιέχουν corrosives :
anticorrosives corrosives -
Αγγλικές λέξεις που τελειώνουν με corrosives :
anticorrosives corrosives