conscripting

Προφορά της λέξης:  US [ˈkɑnˌskrɪpt] UK [ˈkɒnskrɪpt]
  • adj.Προσλήψεις
  • n.Κληρωτών
  • v."Conscribe"
  • WebΠροσλήψεις
n.
1.
κάποιος που έχει γίνει για να προσχωρήσουν στη στρατιωτική
v.
1.
Ίδιο με το conscribe
2.
να κάνει κάποιος να προσχωρήσουν στη στρατιωτική