conduction

Προφορά της λέξης:  US [kən'dʌkʃn] UK [kən'dʌkʃn]
  • n.Μετάδοση (θερμική ή ηλεκτρική ενέργεια)
  • WebΘερμική αγωγιμότητα? Μεταφερόμενων παρεμβολών? Θερμική αγωγιμότητα
n.
1.
το πέρασμα της ενέργειας, ιδιαίτερα την θερμότητα ή την ηλεκτρική ενέργεια, μέσα από κάτι
2.
η μετάδοση των βιοχημικών ή ηλεκτρική ενέργεια μέσα από ένα νευρικών ινών
3.
το πέρασμα του κάτι μέσω ή κατά μήκος κάτι, π. χ. το νερό μέσω ενός σωλήνα