communicative

Προφορά της λέξης:  US [kəˈmjunɪkətɪv] UK [kəˈmjuːnɪkətɪv]
  • adj.Πρόθυμοι να επικοινωνούν? Γλωσσική δυνατότητα επικοινωνίας (ειδικά σε μια ξένη γλώσσα)
  • WebΑγάπη να μιλήσουμε? Επικοινωνίας· Συζήτηση
adj.
1.
πρόθυμος να πει τα πράγματα με τους άλλους ανθρώπους
2.
σχετικά με τη δυνατότητα να επικοινωνούν