committeewoman

Προφορά της λέξης:  US [kə'mɪtɪˌwʊmən] UK [kə'mɪtɪwʊmən]
  • na.Γυναίκες – μέλη
n.
1.
μια γυναίκα που είναι μέλος μία ή περισσότερες επιτροπές
n.