- n.Οι αποικιοκράτες
- WebΟι άποικοι? Οι αποικιοκράτες
adj. | 1. με βάση επάνω ή δικαιολογητικά αποικιοκρατία |
n. | 1. κάποιος που υποστηρίζει την αποικιοκρατία |
-
Αναδιάταξη αγγλική λέξη: colonialist
oscillation -
Βασίζεται σε colonialist, νέες λέξεις που σχηματίζονται προσθέτοντας ένα γράμμα στην αρχή ή στο τέλος
g - colligations
m - collimations
s - colonialists
y - isotonically
- Αγγλικές λέξεις που περιέχουν το colonialist, με περισσότερα από επτά γράμματα : Κανένα αποτέλεσμα
- Λίστα όλων των αγγλικών λέξεων Αγγλικές λέξεις που αρχίζουν με colonialist, Αγγλικές λέξεις που περιέχουν colonialist ή Αγγλικές λέξεις που τελειώνουν με colonialist
- Με την ίδια σειρά, Αγγλικές λέξεις που σχηματίζονται από οποιοδήποτε μέρος του : col colon coloni colonial olon lo on a al alist li lis list is s st t
- Βασίζεται σε colonialist, όλες τις αγγλικές λέξεις σχηματίζονται αλλάζοντας ένα γράμμα
- Δημιουργήσετε νέα αγγλικές λέξεις με την ίδια ζεύγη γραμμάτων: co ol lo on ni ia al li is st
- Βρείτε Ελληνικά λέξεις που αρχίζουν με colonialist από το επόμενο γράμμα
-
Αγγλικές λέξεις που αρχίζουν με colonialist :
colonialist colonialists -
Αγγλικές λέξεις που περιέχουν colonialist :
colonialist colonialists neocolonialist neocolonialists -
Αγγλικές λέξεις που τελειώνουν με colonialist :
colonialist neocolonialist