colonialist

Προφορά της λέξης:  US [kəˈloʊniəlɪst] UK [kəˈləʊniəlɪst]
  • n.Οι αποικιοκράτες
  • WebΟι άποικοι? Οι αποικιοκράτες
adj.
1.
με βάση επάνω ή δικαιολογητικά αποικιοκρατία
n.
1.
κάποιος που υποστηρίζει την αποικιοκρατία