collaboration

Προφορά της λέξης:  US [kəˌlæbəˈreɪʃ(ə)n] UK [kə.læbə'reɪʃ(ə)n]
  • n.Συνεργασίας· Συνεργασία· Συνεργασία (ή εργασίες) · Συνεργάζεται με το
  • WebΣυνέργεια? Συνέργεια? Συμπαιγνία
n.
1.
της διαδικασίας της εργασίας με κάποιον να παράγουν κάτι? κάτι που οι άνθρωποι παράγουν με τη συνεργασία
2.
βοήθεια που κάποιος δίνει κρυφά σε εχθρό ή αντίπαλό