coeducational

Προφορά της λέξης:  US [ˌkəʊedʒəˈkeɪʃ(ə)nəl]
  • adj."Διδάσκουν" μικτής εκπαίδευσης εκπαίδευσης
  • WebΚαταξιωμένο? Coed? Coed
adj.
1.
[Εκπαίδευση] συμπεριλαμβανομένων των μελών των δύο φύλων
adj.
1.
[Education] including members of both sex