clown

Προφορά της λέξης:  US [klaʊn] UK [klaʊn]
  • n.Κλόουν? Αρλεκίνος? ηλίθιος? ανόητος
  • v.(Ιδιαίτερα καλό για ένα γέλιο και εκ προθέσεως) γίνονται ηλίθια
  • WebZheng Guofeng? κλόουν? ένα ψάρι κλόουν
n.
1.
performer σε ένα τσίρκο που φοράει ρούχα αστεία και να κάνει τους ανθρώπους να γελούν με να κάνει ανόητα πράγματα
2.
κάποιος που κάνει συχνά άνθρωποι γέλιο από κάνει ή λέει αστεία πράγματα
3.
κάποιος που είναι ανόητο, ηλίθιο, ή ενοχλητικό
v.
1.
να κάνει ανόητα πράγματα για να κάνει τους ανθρώπους να γελούν