cleft

Προφορά της λέξης:  US [kleft] UK [kleft]
  • n.Ρωγμή
  • adj.Split? "περιληπτικά" κομμένα
  • v."Διασπαστούν" αόριστο και την μετοχή αορίστου
  • WebRIP? σχισμή? λοβούς
v.
1.
Το παρελθόν τεταμένη και ξεβοτανίζω, Διασπάστε
adj.
1.
διαιρούμενο με ένα στενό χώρο
n.
1.
ένα στενό χώρο στην επιφάνεια του κάτι, για παράδειγμα σε ένα βράχο ή σε κάποιον «s πηγούνι
v.
adj.
n.
1.
a narrow space in the surface of something, for example in a rock or in someone’ s chin