chronograph

Προφορά της λέξης:  US ['krɑ:nəgræf] UK ['krɒnəgrɑ:f]
  • n.ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΟΣ? Το χρονόμετρο? Χρονόμετρο με διακόπτη
  • WebΧΡΟΝΟΓΡΑΦΟΣ? ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΟΣ? Χρονόμετρο
n.
1.
ένα μέσο όπως ένα χρονόμετρο με διακόπτη που καταγράφει το χρόνο με μεγάλη ακρίβεια