chromites

  • n.«Ορυχείο» χρωμίτη (ορυκτό)
  • WebΑλάτων χρωμίου
n.
1.
ένα καφετί μαύρο ορυκτό μετάλλευμα που αποτελείται από ένα οξείδιο του σιδήρου και χρωμίου.