certifies

Προφορά της λέξης:  US [ˈsɜrtɪˌfaɪ] UK [ˈsɜː(r)tɪfaɪ]
  • v.Επιβεβαιωθεί η εμφάνισή της· Θέμα (ή επιχορήγησης) επαγγελματική πιστοποιητικών ικανότητας· Αποδεικτικά στοιχεία (το ένα) που πάσχει από ψυχική ασθένεια
  • WebΕπικύρωση
v.
1.
να δηλώσει επίσημα ότι κάτι είναι αληθινή, ακριβή, ή ένα ικανοποιητικό επίπεδο
2.
να δώσει κάποιος ένα επίσημο έγγραφο που δηλώνει ότι έχουν επιτύχει σε εξετάσεις ή να έχουν επιτύχει τα προσόντα που είναι απαραίτητα για να εργαστούν σε ένα συγκεκριμένο επάγγελμα
3.
να δηλώσει επίσημα ότι κάποιος είναι σοβαρά ψυχικά ασθενείς