caricaturists

Προφορά της λέξης:  US [ˈkerɪkəˌtʃʊrɪst] UK [ˈkærɪkətjʊərist]
  • n.Σκιτσογράφος
  • WebΓελοιογράφος? Σατιρική ζωγράφος
n.
1.
κάποιον που τραβάει ή να γράφει καρικατούρες