- n.Σκιτσογράφος
- WebΓελοιογράφος? Σατιρική ζωγράφος
n. | 1. κάποιον που τραβάει ή να γράφει καρικατούρες |
-
Αναδιάταξη αγγλική λέξη: caricaturists
- Προσθέτοντας ένα γράμμα δεν αποτελεί νέο αγγλικές λέξεις.
- Αγγλικές λέξεις που περιέχουν το caricaturists, με περισσότερα από επτά γράμματα : Κανένα αποτέλεσμα
- Λίστα όλων των αγγλικών λέξεων Αγγλικές λέξεις που αρχίζουν με caricaturists, Αγγλικές λέξεις που περιέχουν caricaturists ή Αγγλικές λέξεις που τελειώνουν με caricaturists
- Με την ίδια σειρά, Αγγλικές λέξεις που σχηματίζονται από οποιοδήποτε μέρος του : car a ar arica r ic ica cat catu a at atu t tu ur r is s st t s
- Βασίζεται σε caricaturists, όλες τις αγγλικές λέξεις σχηματίζονται αλλάζοντας ένα γράμμα
- Δημιουργήσετε νέα αγγλικές λέξεις με την ίδια ζεύγη γραμμάτων: ca ar ri ic ca at tu ur ri is st ts
- Βρείτε Ελληνικά λέξεις που αρχίζουν με caricaturists από το επόμενο γράμμα
-
Αγγλικές λέξεις που αρχίζουν με caricaturists :
caricaturists -
Αγγλικές λέξεις που περιέχουν caricaturists :
caricaturists -
Αγγλικές λέξεις που τελειώνουν με caricaturists :
caricaturists