captivating

Προφορά της λέξης:  US [ˈkæptɪˌveɪtɪŋ] UK ['kæptɪ.veɪtɪŋ]
  • adj.Γοητευτικό? Ελκυστική? Ελκυστικό
  • v.«Αιχμαλωτίζουν» η μετοχή ενεστώτα
  • WebΕλκυστική? Συναρπαστικό? Σαγηνευτική
adj.
1.
πολύ ενδιαφέρουσα ή ελκυστική με έναν τρόπο που παίρνει όλη την προσοχή σας
v.
1.
Η μετοχή ενεστώτα του captivate