breathable

Προφορά της λέξης:  US [ˈbriðəb(ə)l] UK [ˈbriːðəb(ə)l]
  • adj.Διαπερατότητα αέρα
  • WebΑναπνεύσιμα? Διαπερατότητα υδρατμών? Μη υγρός αεροστεγανότητα
adj.
1.
αέρα που είναι αναπνέει, είναι αρκετά καθαρό ή κατάλληλη για τους ανθρώπους να αναπνεύσει
2.
ρούχα που είναι αναπνέει είναι άνετα, επειδή είναι κατασκευασμένα από ύφασμα που έχει πολλή πολύ μικρές τρύπες που επιτρέπουν στον αέρα στο