blasphemous

Προφορά της λέξης:  US [ˈblæsfəməs] UK ['blæsfəməs]
  • adj.Βέβηλη? Τόλμη
  • WebΒλάσφημο? Οι ασεβείς? Ασέβεια προς τον Θεό
adj.
1.
επίθεση στο Θεό ή θρησκευτικές πεποιθήσεις κάποιου
adj.
1.
offensive to God or someone's religious beliefs