bethinking

  • v.Σκέψη (της; πως; που)? Έρθει να σκεφτώ? Προβληματισμού? Προσδιορισμός
  • WebΘυμίζει εμένα. Λαμβάνονται υπόψη· Σκέψης
adv.
1.
να σκεφτείτε ή να θυμηθεί κάτι
adv.