beginner

Προφορά της λέξης:  US [bɪˈɡɪnər] UK [bɪˈɡɪnə(r)]
  • n.Αρχάριος? αρχάριος
  • WebΔημοτικό? πράσινο? μυαλό του αρχαρίου
n.
1.
κάποιος που έχει μόλις άρχισαν να μάθουν ή να κάνουμε κάτι