bailees

Προφορά της λέξης:  US [be'liz] UK [beɪ'li:z]
  • n.«Νόμος» (ιδιοκτησία) ο κύριος
  • WebTrustees, θεματοφύλακες και διαχειριστές
n.
1.
κάποιος στον οποίο εμπορεύματα ανατίθεται προσωρινά από δάνειο σύμβαση