avoidance

Προφορά της λέξης:  US [əˈvɔɪdəns] UK [əˈvɔɪd(ə)ns]
  • n.Αποφύγετε? Απόσυρση αυτή· Σταματήσει? Αποφύγετε
  • WebΔιαφυγής? Αποφύγετε? Άκυρο
n.
1.
η πρακτική ή πολιτική της αποφυγής κάποιος ή κάτι