atoning

Προφορά της λέξης:  US [əˈtoʊn] UK [əˈtəʊn]
  • v.Λύτρωση (αμαρτίες) · αντιστάθμισης· διαμεσολάβηση
  • WebΑμαρτία και μετάνοια
v.
1.
να δείξει ότι λυπάστε για να κάνουν κάτι κακό ή λάθος