astrophysicist

Προφορά της λέξης:  US [ˌæstroʊˈfɪzɪsɪst] UK [ˌæstrəʊˈfɪzɪsɪst]
  • n.Αστροφυσική
  • WebΑστροφυσικός? Αστροφυσικός
n.
1.
κάποιος που μελετά την αστροφυσική