assenting

Προφορά της λέξης:  US [əˈsent] UK [ə'sent]
  • n.Είμαι υπέρ
  • v.Είμαι υπέρ
  • WebΥπέρ. Συμφωνώ με? Διαπίστευση
n.
1.
συμφωνία με ή έγκριση ενός σχεδίου ή πρόταση
v.
1.
να συμφωνήσουν με ή να δώσει επίσημα άδεια για κάτι