asphodels

  • n."Φύτευση" Asphodel? Νάρκισσους? «Ελληνική Θεών» (παράδεισος), asphodels
  • WebAfuhua
n.
1.
ένα πολυετές φυτό της οικογένειας των κρίνων.
2.
ένα φυτό που είναι παρόμοια με την πραγματική asphodel, π. χ. asphodel ΤτΕ
3.
στην ελληνική μυθολογία, το λουλούδι του Άδη που ήταν ιερό της Περσεφόνης