arsonists

Προφορά της λέξης:  US [ˈɑrs(ə)nɪst] UK [ˈɑː(r)s(ə)nɪst]
  • n.Εμπρησμός δράστη
n.
1.
κάποιος που ξεκινά σκόπιμα πυρκαγιές, ειδικά σε κτίρια