- adj.Αρχαϊκή? δεν είναι πλέον καθολική? Αρχαϊκή? παλιά
- WebΠαλιά ή των αρχαίων? Αρχαϊκή
antiquated obsolete dated démodé demoded fossilized kaput kaputt medieval mediaeval moribund mossy moth-eaten neolithic Noachian outdated outmoded out-of-date outworn passé prehistoric prehistorical rusty Stone Age superannuated
adj. | 1. παλιά και δεν είναι πλέον χρησιμοποιείται· χρησιμοποιείται για κάτι που είναι πολύ παλιά-διαμορφωμένο και πρέπει να αλλάξει2. σχετικά με την αρχαιότητα |
adv.archaically
Variant_forms_ofarchaical
-
Αγγλική λέξη archaic δεν μπορεί να γίνει.
-
Βασίζεται σε archaic, νέες λέξεις που σχηματίζονται προσθέτοντας ένα γράμμα στην αρχή ή στο τέλος
d - characid
n - anarchic
o - characin
-
Όλα μικρότερη αγγλικές λέξεις εντός archaic :
aa aah acari ah aha ai air ar arc arch aria caca car chair char chi chia chic circa ha haar hair hi hic ich rah raia ria rich - Λίστα όλα μικρότερη αγγλικών λέξεων σε archaic.
- Λίστα όλων των αγγλικών λέξεων Αγγλικές λέξεις που αρχίζουν με archaic, Αγγλικές λέξεις που περιέχουν archaic ή Αγγλικές λέξεις που τελειώνουν με archaic
- Με την ίδια σειρά, Αγγλικές λέξεις που σχηματίζονται από οποιοδήποτε μέρος του : a ar arc arch archaic r ch cha chai h ha hai a ai ic
- Βασίζεται σε archaic, όλες τις αγγλικές λέξεις σχηματίζονται αλλάζοντας ένα γράμμα
- Δημιουργήσετε νέα αγγλικές λέξεις με την ίδια ζεύγη γραμμάτων: ar rc ch ha ai ic
- Βρείτε Ελληνικά λέξεις που αρχίζουν με archaic από το επόμενο γράμμα
-
Αγγλικές λέξεις που αρχίζουν με archaic :
archaic -
Αγγλικές λέξεις που περιέχουν archaic :
archaic -
Αγγλικές λέξεις που τελειώνουν με archaic :
archaic