- adj.Πυρετός
- n.Αντιπυρετικά
- WebΑντιπυρετική ναρκωτικά· Πυρετό. Αντιπυρετικό
adj. | 1. Εμπύρετες καταστάσεις |
n. | 1. ένα φάρμακο ή άλλου είδους αντιπρόσωπος που μειώνει πυρετό |
-
Αναδιάταξη αγγλική λέξη: antipyretics
- Προσθέτοντας ένα γράμμα δεν αποτελεί νέο αγγλικές λέξεις.
- Αγγλικές λέξεις που περιέχουν το antipyretics, με περισσότερα από επτά γράμματα : Κανένα αποτέλεσμα
- Λίστα όλων των αγγλικών λέξεων Αγγλικές λέξεις που αρχίζουν με antipyretics, Αγγλικές λέξεις που περιέχουν antipyretics ή Αγγλικές λέξεις που τελειώνουν με antipyretics
- Με την ίδια σειρά, Αγγλικές λέξεις που σχηματίζονται από οποιοδήποτε μέρος του : a an ant anti t ti tip p pyre pyretic y r re ret e et etic t ti tic tics ic s
- Βασίζεται σε antipyretics, όλες τις αγγλικές λέξεις σχηματίζονται αλλάζοντας ένα γράμμα
- Δημιουργήσετε νέα αγγλικές λέξεις με την ίδια ζεύγη γραμμάτων: an nt ti ip py yr re et ti ic cs
- Βρείτε Ελληνικά λέξεις που αρχίζουν με antipyretics από το επόμενο γράμμα
-
Αγγλικές λέξεις που αρχίζουν με antipyretics :
antipyretics -
Αγγλικές λέξεις που περιέχουν antipyretics :
antipyretics -
Αγγλικές λέξεις που τελειώνουν με antipyretics :
antipyretics