antipyretics

Προφορά της λέξης:  US [æntɪpaɪ'retɪks] UK [æntɪpaɪ'retɪks]
  • adj.Πυρετός
  • n.Αντιπυρετικά
  • WebΑντιπυρετική ναρκωτικά· Πυρετό. Αντιπυρετικό
adj.
1.
Εμπύρετες καταστάσεις
n.
1.
ένα φάρμακο ή άλλου είδους αντιπρόσωπος που μειώνει πυρετό
adj.
n.