antidotes

Προφορά της λέξης:  US [ˈæntɪˌdoʊt] UK [ˈæntɪˌdəʊt]
  • n.Αντίδοτο (για, κατά, να)? Μέθοδος διόρθωση
  • WebΑντίδοτο? Το αντίδοτο? Χρήση αντίδοτο
n.
1.
μια ουσία που εμποδίζει το δηλητήριο από το να έχουν αρνητικές επιδράσεις
2.
κάτι που βοηθά στην βελτίωση των αποτελεσμάτων της κάτι κακό ή αρνητική