amniote

Προφορά της λέξης:  US ['æmnɪoʊt] UK ['æmnɪəʊt]
  • n.Σπονδυλωτά και amniotes
  • WebΑμνιακό μεμβράνη
n.
1.
Ένα σπονδυλωτό που αναπτύσσεται από ένα έμβρυο μέσα σε μια amnion, π. χ. ένα πουλί, ερπετό ή θηλαστικό