aero

Προφορά της λέξης:  US ['eroʊ] UK ['eərəʊ]
  • n.Πλοία που φέρουν αεροπλάνο
  • adj.Αεροσκάφη που φέρουν? (ένα αυτοκίνητο, κλπ) να εκσυγχρονιστεί
  • WebΑεροσκάφη· Αεροπορίας εναέριας
adj.
1.
χρησιμοποιούνται σε αεροσκάφη ή αεροναυτική
abbr.
1.
αεροπορική βιομηχανία
adj.
abbr.