advent

Προφορά της λέξης:  US [ˈædˌvent] UK [ˈædvent]
  • n.Έλευση έλευση
  • WebΈρχονται έλευση? έρχονται
n.
1.
στη χριστιανική θρησκεία, περιόδου τεσσάρων εβδομάδων πριν από την ημέρα των Χριστουγέννων