admittance

Προφορά της λέξης:  US [ədˈmɪt(ə)ns] UK [əd'mɪt(ə)ns]
  • n.(Κτίρια, ιδρύματα, κλπ) έχουν πρόσβαση
  • WebΑποδοχή? Πρόσβαση? Κανάλι
n.
1.
άδεια να εισέλθει σε ένα χώρο ή να ενταχθούν σε κάτι