accompanist

Προφορά της λέξης:  US [əˈkʌmpənɪst] UK [ə'kʌmpənɪst]
  • n.Συνοδός? (ESP), σύνοδος πιάνου
  • WebΣυνοδός? Και να παίξουν? Συνοδεία
n.
1.
κάποιος που παίζει τη μουσική δικαιολογητικά, ενώ κάποιος άλλος τραγουδάει ή παίζει την κύρια μελωδία