aboard

Προφορά της λέξης:  US [əˈbɔrd] UK [əˈbɔː(r)d]
  • adv.Το σκάφος [αεροσκάφους]; στην πλευρά του πλοίου? επί του σκάφους? ... Σανγκ
  • prep.Πλοίο [αεροσκάφους] για
  • WebΣτο αεροπλάνο? επιβίβαση? αεροσκάφη
adv.
1.
επί, επάνω σε, σε, ή σε ένα πλοίο, αεροπλάνο, τρένο ή άλλο όχημα
2.
εν ή σε μια οργάνωση ή ομάδα
3.
στο μπέιζ-μπώλ, σε βάση ως δρομέας
adv.
  • Keeping the coast..aboard.
    Πηγή: Capt. Cook