sensitizer

Προφορά της λέξης:  US ['sensəˌtaɪzə] UK ['sensɪˌtaɪzə]
  • n.(Α) ευαισθητοποιώντας παραγόντων· Ευαισθητοποίηση? Ευαισθητοποιητή? Ευαισθητοποιητή (φωτογραφία)
  • adj.Γαλάκτωμα
  • WebΕνεργοποιητής? Ευαισθητοποιητές? Φωτοευαισθητοποιητή