pantalets

Προφορά της λέξης:  US [ˌpæntəl'ets] UK [ˌpæntə'lets]
  • n.παντελόνι (19ου αιώνα της γυναίκας). Όμορφο παντελόνι (το ποδήλατο φοράει) σορτς
  • WebΠαντελονιού στρίφωμα? Παντελόνι χαρέμι. Γυναικείο παντελόνι γυμναστικής