monoculars

  • adj.Μονόφθαλμης? Τηλεσκόπιο
  • WebΣημειοσκόπια? Τηλεσκόπιο μικροσκόπιο? Μονοκύλινδρος
adj.
1.
για τις, που επηρεάζουν ή έχοντας μόνο το ένα μάτι
n.
1.
μια οπτική συσκευή σχεδιαστεί για χρήση με το ένα μάτι και μόνο, π. χ. ένα πεδίο ποτήρι ή ένα μικροσκόπιο