disincentive

Προφορά της λέξης:  US [ˌdɪsɪnˈsentɪv] UK [.dɪsɪn'sentɪv]
  • n.Πράγματα που αναστέλλουν? Περιορισμούς
  • adj.(Για παραγωγή) εμποδίζουν
  • WebΕμποδίζουν τις δραστηριότητες? Ανασταλτικοί παράγοντες? Αρνητικά κίνητρα
n.
1.
κάτι που σε κάνει να μην θέλετε να κάνετε κάτι