refusal

Προφορά της λέξης:  US [rɪˈfjuz(ə)l] UK [rɪˈfjuːz(ə)l]
  • n.Απέρριψε αρνήθηκε
  • WebΠτώση? το πρώτου σωστού της άρνησης? άρνηση
n.
1.
η πράξη της αρνούνται να κάνουν κάτι? η πράξη της αποδέχεστε κάτι που κάποιος προσφέρει. η πράξη της αρνούμενη να αφήσει κάποιος έχουν ή να κάνει κάτι