limbeck

  • n.Με το παλιό «Αποσταλακτήριο»
  • WebΑποσταλακτήριο? εσωτερικό και George Arthur Lindbeck
n.
1.
< αρχαϊκή > ίδια ως Αποσταλακτήριο
na.
1.
Η παραλλαγή του limbec
n.
1.
<<>  Same as alembic 
na.