hebraized

  • v.(Αιτία) των Εβραϊκά? (Αιτία να) στα εβραϊκά
v.
1.
να δώσει μια γλώσσα ή πολιτισμό Εβραϊκά χαρακτηριστικά
2.
να υιοθετήσουν Εβραϊκά ιδιώματα ή τελωνειακές