heartsick

Προφορά της λέξης:  US [ˈhɑrtˌsɪk] UK [ˈhɑː(r)tˌsɪk]
  • adj.Θλίψη? Λυπημένοι και απογοητευμένοι
  • WebΑπογοητευμένοι? Αναξιοπαθούντα? Αγέλαστος
adj.
1.
εξαιρετικά λυπηρό ή απογοητευμένος