gatherers

Προφορά της λέξης:  US [ˈɡæθərər] UK [ˈɡæθərə(r)]
  • n.Συλλέκτες
  • WebΊσως
n.
1.
Το παράγωγο της συγκεντρώνουν
2.
κάποιον που αναζητά και βρίσκει κάτι